- σηροκτόνος
- σηροκτόνος, ον, [dialect] Lacon. for θηροκτ-, Ar.Lys.1262.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σηροκτόνος — ον, Α λακων. προφ. τού θηροκτόνος* («ἀγρότερ Ἄρτεμι σηροκτόνε μόλε δεῡρο», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
σηροκτόνε — σηροκτόνος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)